- βομβαρδιστής
- ο бомбомётчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βομβαρδιστής — ο αυτός που κινητοποιεί τον μηχανισμό βομβαρδισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβαρδίζω. Η λ. στον πληθ., βομβαρδισταί, οι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
βομβαρδιστής — ο στρατιώτης που ρίχνει βόμβες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)